Λεος

Σουπερμαν

Η μελωδία της σεμπρεβίβας

«Σήμερα είναι μια μέρα που απλά δεν περνάει. Φοβάμαι ότι στο τέλος αυτής της μέρας θα ξεστομίσω τη φράση των πρώτων ανθρώπων «πάει και αυτή η μέρα». Λες και το να φεύγουν οι μέρες είναι μια πολυτέλεια ή λες και έχουμε άπειρες μέρες για να προσμένουμε να τελειώσει μια μέρα που τα πράγματα δεν έχουν πάει καλά. Βέβαια αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί τώρα νιώθω έτσι, γιατί δε με νοιάζει να τελειώσει αυτή η μέρα. Ήταν μια πλήρης ημέρα; Νιώθω γεμάτος; Θα ξαπλώσω να ξεκουραστώ ήρεμος; Όχι. Απλά θα ξαπλώσω και θα περιμένω το επόμενο πρωί. Θα μου πεις «η μέρα νομοτελειακά θα τελειώσει, οπότε προς τι όλο αυτό το λογύδριο;»

Ο Λέος σήμερα είναι μπερδεμένος, είναι κουρασμένος και νιώθει το βάρος του κόσμου στους ώμους του. Έχει βρει μια σχετική ανακούφιση, καθώς ξεκουράζεται ακούγοντας μουσικές από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, τους Tsaga Ryani. Αφήνεται στις γλυκές μελωδίες και στους μυσταγωγικούς ρυθμούς τους, για να τον ταξιδέψουν πίσω στα μέρη όπου μεγάλωσε, εκεί όπου οι σεμπρεβίβες είναι πιο χρυσαφένιες από οπουδήποτε αλλού, εκεί όπου άρχισε να μαθαίνει τον κόσμο, εκεί όπου έμαθε πώς να χρησιμοποιεί τον ψίθυρο, για να βοηθά τους άλλους, στα μέρη όπου έμαθε ότι οι μέρες δεν πρέπει να περνούν σαν αγγαρεία.

Ωστόσο, με κάθε ψίθυρο χάνει ένα μικρό κομμάτι της γνώσης, που του έχει δοθεί για να τη μεταλαμπαδεύσει. Στην αρχή νόμιζε ότι απλά ήταν κουρασμένος, δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία, αλλά τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο! Με κάθε ψίθυρο φεύγει ένα μοναδικό κομμάτι του και δεν ξέρει πώς να το κερδίσει πάλι. Το βάρος που γεμίζει την καρδιά του, ότι θα απογοητεύσει, ή ακόμα χειρότερα, ότι έχει ήδη απογοητεύσει τους ανθρώπους αλλά και τους λιγοστούς φίλους που έχει καταφέρει να κάνει μέχρι στιγμής, μεγαλώνει και η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά που είναι γραμμένο κάτι που δε φαίνεται πολύ καλά, αλλά μάλλον πάει κάπως έτσι: «Τα σκάτωσες, σήκω φύγε από ‘δω τώρα!»

Τα ενοχικά σύνδρομα ήταν κάτι που δεν τον απασχολούσε. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι σημαίνει «ενοχές». Μόνο στη θεωρία. Αλλά ξέρει ότι λογίζεται σαν ήρωας. Δεν μπορεί να είναι σε αυτή την κατάσταση. Είναι ανεπίτρεπτο. Όπως η γη είναι στρογγυλή, έτσι και αυτός δεν μπορεί να είναι κουρασμένος και ανήμπορος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Χαμογελάει σκεπτόμενος ότι τουλάχιστον κάποιοι πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη. Κοινώς, ο φίλος μας έχει πιάσει πάτο.

Όσο ο Λέος περιμένει να πιστέψουν όλοι ότι η γη είναι επίπεδη για να νιώσει καλύτερα, εμφανίζεται στην πόρτα του ένας αδύνατος, ψηλός άντρας κρατώντας ένα παλιό γραμμόφωνο. Φαίνεται τόσο αποκαμωμένος που μετά βίας μπορεί να το κρατήσει.

Είχαν περάσει πολλά χρόνια που ο Λέος είχε να δει γραμμόφωνο. Μόνο σε κάτι ακριβά εστιατόρια μπορεί να δεις κανένα πλέον, σαν ντεκόρ, ή σε κανένα μουσείο. Ο άγνωστος άντρας βάζει ένα 7ιντσο βινύλιο πάνω και το γραμμόφωνο βγάζει τις πρώτες νότες, αλλά είναι απτές νότες, νότες που αιωρούνται στο δωμάτιο! Αρχίζουν και παίρνουν τη μορφή της μελωδίας και περικυκλώνουν τον Λέο, κινούνται προς κάθε κατεύθυνση, αλλά ποτέ δε χάνουν τον ρυθμό τους. Σε λίγα μόλις λεπτά έχουν γεμίσει το δωμάτιο και ο Λέος, αφού έχει ξεπεράσει την αρχική σαστιμάρα, γελάει σαν μικρό παιδί, καθώς έχει χαθεί μέσα στις νότες και προσπαθεί να πιάσει καμιά, λες και είναι πεταλούδα. Ανάμεσα στις νότες αρχίζουν και εμφανίζονται κάτι περίεργα σωματίδια, με κιτρινωπό χρώμα, που σιγά σιγά γίνονται μια άμορφη μάζα. Κινούνται λίγο πιο αργά από τις νότες και έτσι ο Λέος καταφέρνει να πιάσει ένα από αυτά τα παράξενα πράγματα. Νιώθει περίεργα, αισθάνεται σαν κάτι να του γεμίζει την ψυχή και το πιο βασικό, θυμήθηκε ένα κομμάτι της γνώσης που πίστευε ότι το είχε ξεχάσει διά παντός.

Ξαφνικά σταματά. Σκέφτεται πως αυτός ο αδύνατος, ψηλός, αποκαμωμένος άντρας είναι ο πραγματικός ήρωας! Αναρωτιέται πώς έχει τον τρόπο να δώσει πίσω ό,τι έχει χαθεί από τη μνήμη του και τι σόι γραμμόφωνο είναι αυτό. Προσπαθεί να θυμηθεί από πού τον ξέρει, είναι τόσο γνώριμη φιγούρα. Είναι από τους πρώτους ανθρώπους; Είναι από τον δικό του πλανήτη; Και η αίσθηση ότι γνωρίζονται πολλά χρόνια; Δεν μπορεί, πρέπει να ήταν πάντα εδώ και απλά να μην τον είχε προσέξει ποτέ. Ο άντρας έχει καταλάβει, ρίχνει ένα ελαφρώς πικρό χαμόγελο και του λέει: «Μη σκοτίζεσαι από πού με ξέρεις, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αυτή τη στιγμή μπορείς να νιώσεις καλύτερα, η γη είναι στρογγυλή και αύριο θα ξημερώσει μια καινούρια μέρα.»

Ο άγνωστος άντρας σήκωσε μετά βίας το γραμμόφωνο και άρχισε να αποχωρεί. Οι νότες και οι περίεργες κίτρινες άμορφες μάζες άρχισαν να εξαφανίζονται και ο Λέος φώναξε «Στάσου, μη φεύγεις! Πρέπει να πιάσω τις μνήμες μου!» Αλλά ο άντρας συνέχισε αργά να απομακρύνεται. Ο Λέος πανικοβλημένος προσπάθησε να πιάσει όσο περισσότερες άμορφες μάζες μπορούσε. Μόλις ο άγνωστος άντρας βγήκε από την πόρτα, χάθηκαν οι νότες και οι άμορφες κίτρινες μάζες.

Γύρισε απογοητευμένος στο κρεβάτι του. Είχε πιάσει μόλις τρεις τέσσερις από τις μνήμες του. Τόσα ερωτήματα τριβελίζουν το μυαλό του. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Από πού τον ξέρει; Πώς είχε τις μνήμες του; Πώς θα μπορούσε να τις ξαναβρεί; Άρχισε να χαζεύει το δωμάτιο με απλανές βλέμμα, μέχρι που είδε πάνω στο τραπέζι ένα μπουκέτο με σεμπρεβίβες, που όμως δεν υπήρχε εκεί πριν. Το μπουκέτο συνόδευε μια κάρτα που έγραφε:

Leos Poso andras ise
«Όσα ο νους μπορεί να θέλει να ξεχνάει, μα δεν μπορεί να μη θυμάται η καρδιά.»

Resonoot της γενιάς των Αυλαιμονιτών, του οίκου των Ζακυνθινών.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο

και δείτε τον Λέο να ζωντανεύει.

 
Text: Resonoot
Animation: Βασίλης Ζερβός
Illustration: http://kanelloscob.com/