Λεος

Σουπεργηιν@ – Η Αρχη

Σε ένα –ίσως όχι παράλληλο– σύμπαν που έχει ξεχάσει τη μουσική ως δημιουργό συναισθημάτων, σε έναν κόσμο όπου η μουσική αντιμετωπίζεται ως ήχος, όπου τα μουσικά όργανα δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκθέματα σε αίθουσες προς τιμήν των πρώτων ανθρώπων, εκεί γεννήθηκε, μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε ο Λέος.

Ο τόπος του στη γλώσσα του λέγεται Cerigo, που στη γλώσσα των πρώτων ανθρώπων προφέρεται ή μεταφράζεται ως Τσιρίγο. Διοικείται από τη Βουλή των Μελιδόνων. 

Ο ίδιος ανήκει στον λόχο των Ξωτάρων, της γενιάς των Καραβιτών και το χάρισμα-καθήκον που του έχει αποδοθεί, λόγω της γενεαλογικής του καταγωγής (ο πατέρας του o Κεύθος ήταν κι αυτός Ξωτάρος), είναι η μεταφορά της γνώσης και η δυνατότητα παρεμβολής στον μεταβολισμό των αισθήσεων. Αυτό το δεύτερο συμβαίνει όταν οι αισθήσεις μας και οι γνώσεις μας δεν παρεμβαίνουν στη λήψη του μηνύματος κι επομένως δεν το κρίνουν, δεν το αξιολογούν. 

Παρόλο που στην πολιτεία του δεν υπάρχουν ερωτήσεις, καθώς όλες έχουν απαντηθεί, αυτός παραμένει ανήσυχος και μέσα από τους ψιθύρους με τους οποίους μεταφέρεται η γνώση από τους Ξωτάρους, ανακαλύπτει το Wyrd. Το κενό, το πεπρωμένο. 

Βρίσκει το κενό ανάμεσα στις απαντήσεις κι αναρωτιέται αν αυτό είναι το πεπρωμένο του. Αν η αποστολή του τελικά είναι να γεμίσει τα κένα, παρόλο που εκπαιδεύτηκε για άλλη. Η υποψία αμφιβολίας που γεννιέται μέσα του έρχεται να επιβεβαιωθεί όταν, ανεβαίνοντας στο όρος Μερμηγκάρη για τον καθημερινό του περίπατο δίπλα στο ματζιπέτι* που στάθηκε για λίγο, βρήκε ένα ερμητικά κλειστό σεντούκι. Αφού κατάφερε με κόπο να το παραβιάσει, ανακάλυψε πως μέσα στο σεντούκι βρισκόταν ένα γράμμα και ένα κουτί. 

«Αφήστε τους ήρωες και πορευθείτε με τον ήρωα που έχει ο καθένας μέσα του. Γ. Φ.», έγραφε το γράμμα και δίπλα του, μέσα στο κουτί, ξεκουραζόταν μια απαρχαιωμένη συσκευή αναπαραγωγής ήχου και μια κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη με λεπτές σπειροειδείς χαράξεις των πρώτων ανθρώπων. Η πλάκα πάνω έγραφε «Σουπεργήιν@». Γύρισε σπίτι, τροφοδότησε τη συσκευή με ενέργεια και άκουσε προσεκτικά.

Τότε επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες του και γεννήθηκαν οι ερωτήσεις. Ένιωσε ταραχή αλλά και μια ανεξήγητη, πρωτόγνωρη λαχτάρα.

Του ήταν γνωστό πως η χρονομεταφορά απαγορεύεται, όμως δεν μπορούσε να κάνει την επιθυμία του να σωπάσει. Με μερικά ταχυδακτυλουργικά βρέθηκε στον Αρίωνα στις Αμμούτσες.

Ο Αρίωνας είναι πλασμένος από θεϊκή-θεραπευτική γενιά, η οποία έχει κατακτήσει το υψηλότερο επίπεδο πνευματικής ελευθερίας, και εκτός από όλα τα άλλα μπορεί, λόγω ταχύτητας, να χρονομεταφερθεί. 

Έχοντας διδαχθεί ο Λέος δίπλα στους μεγάλους δασκάλους με τη μέθοδο των ψιθύρων,  οι πληροφορίες που συλλέγει για τους πρώτους ανθρώπους είναι ελάχιστες. Αναγνωρίζει τον φόβο όμως. Τον φόβο για την πληροφορία, όχι στους πρώτους ανθρώπους. Ίσως τον φόβο να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, η πορεία, η ιστορία που κάνει κύκλους. 

Γνωρίζει πως η απαγόρευση της χρονομεταφοράς σχετίζεται με τον φόβο της αλλαγής του ρου της ιστορίας, όμως προχωρά. Φτάνει λοιπόν στη Γη, στους πρώτους ανθρώπους. Σε εμάς εδώ. Που ξυπνάμε και κοιμόμαστε με μια ελπίδα για κάτι άλλο, άλλοτε αόριστο, άλλοτε ορισμένο, που μάθαμε ότι η ελπίδα πεθαίνει  πάντα τελευταία και έτσι ορίσαμε την αποτυχία εκ προοιμίου, γιατί αδυνατούμε μερικές φορές να αναγνωρίσουμε ότι η ελπίδα από μόνη της δεν αρκεί.

Ο Λέος έρχεται λοιπόν να πολεμήσει αυτήν την πτυχή της ελπίδας που μας ωθεί στην αδράνεια. Που μας κάνει να περιμένουμε έναν «θεό» να μας σώσει ή έστω έναν άλλον άνθρωπο. Γνωρίζοντας πως μέσα μας υπάρχει κάτι ασυμβίβαστο, κι ως εκ τούτου ζωντανό, θα πολεμήσει. Θα γίνει ένας από εμάς. Οι γνώσεις του και η εξέλιξη των τεχνικών μέσων του επιτρέπουν να διαμορφώσει την εικόνα του έτσι ώστε να μένει απαρατήρητος. Στόχος του είναι μέσω του χαρίσματος που έχει στον δικό του κόσμο, κι εδώ μοιάζει με υπερδύναμη, να ρίξει το βλέμμα των ανθρώπων προς τα μέσα, στην ενδοσκόπηση. Γιατί πιστεύει πως η γνώση προς τη συνείδησή μας οδηγεί στην ενσυναίσθηση, στην απάρνηση της ελπίδας, άρα στη δράση στο παρόν, κι επομένως σε αυτό που ονομάζουν οι πρώτοι άνθρωποι «ανθρωπιά». Άλλωστε, ακολουθώντας τον ψίθυρο του πεπρωμένου του, όπως μαρτυρά και το όνομά του κάνοντας έναν παρατονισμό, είναι όλοι, δεν είναι ένας, είναι εμείς. 

*ματζιπέτι= χαμηλό περιτοίχισμα που προστίθεται στη χωμάτινη στέγη (δώμα) ή στην ταράτσα του σπιτιού για να εμποδίζει τα νερά της βροχής να χύνονται στους τοίχους κι αναγκαστικά οδηγούνται στην υδρορροή. Αλλιώς λέγεται παραπέτο ή στηθαίο. Ετυμολογία: ιταλ. mezzo=μισός+petto=στήθος, μετσοπέτο-ματσιπέτο

Θοδωρής Μαυρογιώργης της γενιάς των Καραβιτών του οίκου των Αλμοδδίνων

*Almond (άλμοντ)=Αμύγδαλο (Παρατσούκλι γαρ)