Λεος
Σουπερμαν
Η μελωδία της σεμπρεβίβας
Ο Λέος σήμερα είναι μπερδεμένος, είναι κουρασμένος και νιώθει το βάρος του κόσμου στους ώμους του. Έχει βρει μια σχετική ανακούφιση, καθώς ξεκουράζεται ακούγοντας μουσικές από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, τους Tsaga Ryani. Αφήνεται στις γλυκές μελωδίες και στους μυσταγωγικούς ρυθμούς τους, για να τον ταξιδέψουν πίσω στα μέρη όπου μεγάλωσε, εκεί όπου οι σεμπρεβίβες είναι πιο χρυσαφένιες από οπουδήποτε αλλού, εκεί όπου άρχισε να μαθαίνει τον κόσμο, εκεί όπου έμαθε πώς να χρησιμοποιεί τον ψίθυρο, για να βοηθά τους άλλους, στα μέρη όπου έμαθε ότι οι μέρες δεν πρέπει να περνούν σαν αγγαρεία.
Ωστόσο, με κάθε ψίθυρο χάνει ένα μικρό κομμάτι της γνώσης, που του έχει δοθεί για να τη μεταλαμπαδεύσει. Στην αρχή νόμιζε ότι απλά ήταν κουρασμένος, δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία, αλλά τώρα πλέον είναι ξεκάθαρο! Με κάθε ψίθυρο φεύγει ένα μοναδικό κομμάτι του και δεν ξέρει πώς να το κερδίσει πάλι. Το βάρος που γεμίζει την καρδιά του, ότι θα απογοητεύσει, ή ακόμα χειρότερα, ότι έχει ήδη απογοητεύσει τους ανθρώπους αλλά και τους λιγοστούς φίλους που έχει καταφέρει να κάνει μέχρι στιγμής, μεγαλώνει και η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά που είναι γραμμένο κάτι που δε φαίνεται πολύ καλά, αλλά μάλλον πάει κάπως έτσι: «Τα σκάτωσες, σήκω φύγε από ‘δω τώρα!»
Όσο ο Λέος περιμένει να πιστέψουν όλοι ότι η γη είναι επίπεδη για να νιώσει καλύτερα, εμφανίζεται στην πόρτα του ένας αδύνατος, ψηλός άντρας κρατώντας ένα παλιό γραμμόφωνο. Φαίνεται τόσο αποκαμωμένος που μετά βίας μπορεί να το κρατήσει.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια που ο Λέος είχε να δει γραμμόφωνο. Μόνο σε κάτι ακριβά εστιατόρια μπορεί να δεις κανένα πλέον, σαν ντεκόρ, ή σε κανένα μουσείο. Ο άγνωστος άντρας βάζει ένα 7ιντσο βινύλιο πάνω και το γραμμόφωνο βγάζει τις πρώτες νότες, αλλά είναι απτές νότες, νότες που αιωρούνται στο δωμάτιο! Αρχίζουν και παίρνουν τη μορφή της μελωδίας και περικυκλώνουν τον Λέο, κινούνται προς κάθε κατεύθυνση, αλλά ποτέ δε χάνουν τον ρυθμό τους. Σε λίγα μόλις λεπτά έχουν γεμίσει το δωμάτιο και ο Λέος, αφού έχει ξεπεράσει την αρχική σαστιμάρα, γελάει σαν μικρό παιδί, καθώς έχει χαθεί μέσα στις νότες και προσπαθεί να πιάσει καμιά, λες και είναι πεταλούδα. Ανάμεσα στις νότες αρχίζουν και εμφανίζονται κάτι περίεργα σωματίδια, με κιτρινωπό χρώμα, που σιγά σιγά γίνονται μια άμορφη μάζα. Κινούνται λίγο πιο αργά από τις νότες και έτσι ο Λέος καταφέρνει να πιάσει ένα από αυτά τα παράξενα πράγματα. Νιώθει περίεργα, αισθάνεται σαν κάτι να του γεμίζει την ψυχή και το πιο βασικό, θυμήθηκε ένα κομμάτι της γνώσης που πίστευε ότι το είχε ξεχάσει διά παντός.
Ο άγνωστος άντρας σήκωσε μετά βίας το γραμμόφωνο και άρχισε να αποχωρεί. Οι νότες και οι περίεργες κίτρινες άμορφες μάζες άρχισαν να εξαφανίζονται και ο Λέος φώναξε «Στάσου, μη φεύγεις! Πρέπει να πιάσω τις μνήμες μου!» Αλλά ο άντρας συνέχισε αργά να απομακρύνεται. Ο Λέος πανικοβλημένος προσπάθησε να πιάσει όσο περισσότερες άμορφες μάζες μπορούσε. Μόλις ο άγνωστος άντρας βγήκε από την πόρτα, χάθηκαν οι νότες και οι άμορφες κίτρινες μάζες.
Γύρισε απογοητευμένος στο κρεβάτι του. Είχε πιάσει μόλις τρεις τέσσερις από τις μνήμες του. Τόσα ερωτήματα τριβελίζουν το μυαλό του. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Από πού τον ξέρει; Πώς είχε τις μνήμες του; Πώς θα μπορούσε να τις ξαναβρεί; Άρχισε να χαζεύει το δωμάτιο με απλανές βλέμμα, μέχρι που είδε πάνω στο τραπέζι ένα μπουκέτο με σεμπρεβίβες, που όμως δεν υπήρχε εκεί πριν. Το μπουκέτο συνόδευε μια κάρτα που έγραφε:
Resonoot της γενιάς των Αυλαιμονιτών, του οίκου των Ζακυνθινών.
Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο
Text: Resonoot
Animation: Βασίλης Ζερβός
Illustration: http://kanelloscob.com/