Λεος
Σαραγι
Για τους “κοντούς” ανθρώπους
– Σεμπρεβίβα, ξύπνα, ήρθε η ώρα
Εκείνος άνοιξε τα καταγάλανα περίεργα γουρλωτά μάτια του, πήρε από μπροστά τους ένα κατάξανθο τσουλούφι και του χαμογέλασε.
Δεν ήξερε το όνομά του και τον φώναζε Σεμπρεβίβα από εκείνο το πρώτο μεσημέρι που καθόταν ολομόναχος στην απομακρυσμένη έρημη παραλία και χάζευε τον ορίζοντα. Τον είχαν κουράσει οι Πρώτοι Άνθρωποι. Ερχόταν σε αυτήν την παραλία κάθε που ήθελε να μείνει μόνος χωρίς να χρειάζεται να σώσει κανέναν, χωρίς να χρειάζεται να μάθει τίποτα καινούριο. Δεν τον είχε ακούσει να έρχεται όταν ξαφνικά άκουσε μια παράξενη σιγανή φωνούλα που του έλεγε:
– Αν έχετε την καλοσύνη, παρακαλώ, ζωγραφίστε μου ένα αρνάκι
– Ε;
– Ζωγράφισε μου ένα αρνάκι…
– Μα δεν ξέρω να ζωγραφίζω
Ο μικρός απογοητεύτηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
– Από πού έρχεσαι;
– Τώρα αυτό είναι κάπως περίπλοκο, αλλά ας πούμε ότι έρχομαι από τον ουρανό
– Αχαχαχα, δηλαδή έχεις πέσει από τον ουρανό;
– Κάπως έτσι
– Τότε κι εσύ σαν εμένα, έχεις έρθει από τον ουρανό. Από ποιον πλανήτη είσαι;
Και έτσι έμεινα στην παραλία.
Το επόμενο πρωί του ψιθύρισα στ’ αυτί
– Σεμπρεβίβα, ξύπνα
Εκείνος άνοιξε τα καταγάλανα περίεργα γουρλωτά μάτια του, πήρε από μπροστά τους ένα κατάξανθο τσουλούφι και μου χαμογέλασε. Ζούσα γι αυτό το πρώτο του χαμόγελο. Και το περίεργο γελάκι του. Και τις απορίες του. Και την συντροφιά του. Και τα αστέρια που μου έδειχνε και έλεγε πως εκεί είναι ο πλανήτης του. Και πώς επάνω στον πλανήτη του υπάρχει ένα μοναδικό τριαντάφυλλο που είναι το δικό του τριαντάφυλλο. Και πως δεν μπορεί να το αφήσει μόνο του, γιατί τον έχει ανάγκη. Και πως πρέπει να επιστρέψει.
Ένα βράδυ καθόταν μόνος του στο βραχάκι στην άκρη της παραλίας και σα να μιλούσε με κάποιον, αλλά δεν φαινόταν κανείς. Πλησίασα και τον είδα να μιλάει σε ένα μικρό φίδι, αυτό που μου έχουν πει να προσέχω.
– Εσύ πρέπει να γυρίσεις στους ανθρώπους, κι εγώ σήμερα θα γυρίσω στο τριαντάφυλλό μου, θα ξαπλώσω τώρα μόνο λίγο να ξεκουραστώ για το ταξίδι και ξύπνησέ με όταν βγει το φεγγάρι
Δεν φαινόταν να έχω άλλη επιλογή. Κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου και όταν βγήκε το φεγγάρι του ψυθίρισα στ’ αυτί
– Σεμπρεβίβα, ξύπνα ήρθε η ώρα
Εκείνος άνοιξε τα καταγάλανα περίεργα γουρλωτά μάτια του, πήρε από μπροστά τους ένα κατάξανθο τσουλούφι και μου χαμογέλασε.
– Σε παρακαλώ, ζωγράφισε μου ένα αρνί
– Μα σου είπα, δεν ξέρω να ζωγραφίζω
– Θέλω να πάρω κάτι δικό σου μαζί μου για το ταξίδι, αφού δεν ζωγραφίζεις, θα μου πεις μια ιστορία; Σε παρακαλώ, πες μου ιστορία
Έψαξα μέσα μου να βρω μια ιστορία για να πάρει μαζί του και θυμήθηκα αυτήν που είχα ακούσει να παίζει σε εκείνη την απαρχαιωμένη συσκευή αναπαραγωγής ήχου. Και του είπα:
Χρήστος Παπαμιχάλης της γενιάς των Παλαιοπολιτών του οίκου των Μεσογείων.
Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο
και δείτε τον Λέο να ζωντανεύει.
Animation: Βασίλης Ζερβός
Illustration: http://kanelloscob.com/