Λεος

Μολοτωφ στο κρεβατι

Μέτρα κάτω απ’ τη γη

Έτρεχε χωρίς ανάσα όλο το βράδυ – κάθε βράδυ, πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα.
Πέρναγε από κάθε γειτονιά που προλάβαινε μέχρι να ξημερώσει.
Το πρωί, ένας άλλος.
Ένας κύριος.

Με το πρώτο φως γύριζε σπίτι, έκανε ένα παγωμένο μπάνιο, φορούσε τα καλοσιδερωμένα του ρούχα, την γραβάτα του, το σακάκι του, χτένιζε το μαλλί, γυάλιζε τα μαύρα του παπούτσια και έβγαινε απ’ την πόρτα.
Κλείδωνε.

Έτσι, άυπνος, με τις νυχτερινές του εικόνες ακόμα μπροστά του, έμπαινε στο μετρό, κατέβαινε μια στάση πριν την εταιρεία που εργαζότανε, έπαιρνε ένα διπλό εσπρέσο από το μικρό καφέ της επόμενης γωνίας, το έπινε με δυο γουλιές και πέταγε το χάρτινο κυπελάκι στον κάδο λίγο πριν μπει στο κτήριο.

Χτύπαγε την κάρτα του, έμπαινε στο ασανσέρ και κατέβαινε στο -8 που στεγαζόταν το γραφείο του.
Πριν φτάσει στον όροφο του, η υγρασία γέμιζε τα πνευμόνια του και η μυρωδιά της μούχλας κολλούσε στα ρουθούνια του.
Κάθε πρωί σκεφτότανε «Κάπως έτσι πρέπει να μυρίζει ο θάνατος όταν σαπίζουν τα λουλούδια κάτω απ’ το χώμα.».

Έβγαινε από το ασανσέρ και πήγαινε προς τα δεξιά.
Έφτανε στο γραφείο -846.
Ξεκλείδωνε, έμπαινε μέσα και κλείδωνε ξανά.
Οι επόμενες δέκα ώρες θα περνάγανε βασανιστηκά, σε μια δουλειά που δεν διάλεξε ποτέ.

Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του που δούλευε σε τράπεζα συμφερόντων της ίδιας εταιρείας, του δόθηκε χαριστικά αυτή η θέση όταν έκλεισε τα δεκαοκτώ.

Είχε ήδη εικοσιτέσσερα χρόνια στη δουλειά και όλα γινόταν πλέον μηχανικά.
Μπορούσε πραγματικά να κάνει την δουλειά με κλειστά τα μάτια, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Προγραμμάτιζε το ξυπνητήρι του να χτυπάει κάθε μία ώρα και είχε υπολογίσει πως, στο πρώτο τέταρτο κλείνουν τα μάτια του, για ένα τέταρτο σφραγίζει με κλειστά τα μάτια και μισή ώρα κοιμάται.

Μετά χτύπαγε το ξυπνητήρι και ξεκίναγε την διαδικασία από την αρχή.

Στις έξι τελείωνε, ανέβαινε με το ασανσέρ στο ισόγειο, έπαιρνε το μετρό, γυρνούσε στο σπίτι, έβγαζε τα ρούχα της δουλειάς, έτρωγε μια έτοιμη σαλάτα ρίχνοντας μέσα μια κονσέρβα με οτιδήποτε, ξάπλωνε στον καναπέ μέχρι να νυχτώσει και ξεκινούσε πάλι την νυχτερινή του βόλτα.
Δέκα χρόνια τώρα έτρεχε κάθε βράδυ για να γλιτώσει απ’ τη μέρα. Έτρεχε από ταράτσα σε ταράτσα όπως σφράγιζε τα πιστοποιητικά θανάτου. Όλο και μεγαλύτερα άλματα, όλο και πιο κοντά στον δικό του θάνατο.

Το έβλεπα κάθε βράδυ να κάνει την ίδια βόλτα από ταράτσα σε ταράτσα.
Δεν ήθελε να πεθάνει αυτός.
Ήθελε να πεθάνει ο εαυτός του που κατεβαίνει κάθε μέρα είκοσι μέτρα κάτω απ τη γη και σφραγίζει πιστοποιητικά ανθρώπων που είναι πολλά μέτρα πιο πάνω απ’ αυτόν.

Ο θάνατός του θα τον ανέβαζε μερικά μέτρα πιο πάνω.

Το τελευταίο βράδυ που τον είδα, τον πρόλαβα πριν μπει στο σπίτι.
Εκεί, στις πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα για να μπει στο σπίτι.
Είχα κάνει μαζί του όλη την βραδινή βόλτα.

Leos Poso andras ise
Του έδωσα το χέρι, του ψιθύρισα «Θάλασσα, στάχτη» και με το άλλο χέρι του πρότεινα ένα μπουκέτο Σεμπρεβίβες και ένα αεροπορικό εισιτήριο.

Σπύρος Γραμμένος της γενιάς των Καψαλιωτών, του οίκου των Ιωαννιτών.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο

και δείτε τον Λέο να ζωντανεύει.

 
Animation: Βασίλης Ζερβός
Illustration: http://kanelloscob.com/