Λεος

Εξωγηινη

Στο δύο, η αρχή

Βαριές κι ασήκωτες οι λέξεις. Εκεί στην «μπουμπουροφωλέα» στη μήτρα των Αλμοδδίνων, τις νύχτες τις φοβισμένες. Τα δύο κατάμαυρα ανθρωπάκια με τα κόκκινα μάτια, πάντα τα φοβότανε. Κράταγε τα μάτια του ανοιχτά με κόπο μη τυχόν και ξανάρθουνε. Πάντα, όμως, ένα χέρι του χάιδευε τα μαλλιά. «Μη μου φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ, έλα να σου πω για τον Αμηργιαλή», του έλεγε. Έτσι, αυτό το χάδι και η γλυκιά φωνή της ήταν βάλσαμο κάτι τέτοιες νύχτες, νύχτες σαν κι αυτή. Ποτέ δεν ξεκαθάρισε μέσα του αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα.

Ύστερα τον ξύπναγε το πρωί με τραγούδια και «έλα να πιείς την πορτοκαλάδα σου, και σου έχω βάλει και αμύγδαλα με μέλι σε ένα ποτηράκι να φας πριν φύγεις». Να φύγει, αλλά να πάει πού; Άλλοτε στο σχολείο, άλλοτε στη θάλασσα με την παρέα, άλλοτε στο γηπεδάκι στην άκρη του χωριού, που αν νύχτωνε έπρεπε να περάσει ξυστά από το νεκροταφείο. Εκείνη αιωρούνταν γύρω του. Σα να τον αγκάλιαζε η αύρα της. Τον έπαιρνε εκείνα τα περίεργα βράδια με τη φωνή της και τα μακριά της χέρια, που είχαν ρόζους από τον κόπο και από το γήρας πια και τον σήκωνε τόσο ψηλά στον ουρανό, που οι φόβοι του και τα άγχη του ήταν τόσο αλαργινοί που δεν μπορούσαν να τον βρούν πια. Τον πήγαινε στο σπίτι της, αλλά πού να το ξέρει αυτός τότε πως δεν ήταν από εδώ. Την ένιωθε ξεχωριστή, χωρίς να ξέρει.

Της κατσούφιαζε που δεν τον άφηνε να φεύγει χωρίς ζακέτα, μαλώνανε που έμενε παραπάνω στην πλατεία και τον έψαχνε φωνάζοντας σε όλο το χωριό κάνοντάς τον «ρεζίλι» στην παρέα του. Κάθε φορά, όμως, του έδινε ένα τεράστιο φιλί και δυο πολύ πολύ μικρά αμύγδαλα βγαλμένα από την κοιλιά της, να τα βάζει στο μαξιλάρι του, και οι «τέτοιες» νύχτες λιγόστευαν.

Μεγάλωνε αυτός, μίκραινε εκείνη. Την έχασε, αλλά τον ξαναβρήκε. Τώρα ήταν φοιτητής, μουσικός, φίλος, σύντροφος, έψαχνε να βρει την άκρη για να πιάσει το νήμα. Στα βιβλία μερικές φορές, στη μουσική τις περισσότερες, στις συζητήσεις ακόμα πιο πολλές. Σαν μετεωρίτες προσγειωνόντουσαν πάνω του όλα μαζί με τις κουβέντες της. Κύκλωνε κάπως στο μυαλό του τα «γιατί» του, αντιλαμβανόταν πως κάτι περίεργο συνέβαινε αλλά σαν να μην το έφτανε ή να μην του έφτανε. Συνέχισε να της κάνει τη ζωή πατίνι και όσο εκείνος έλειπε και εκείνη τον έψαχνε τις δικές της τέτοιες νύχτες, τόσο εκείνος έπαιρνε την αύρα της και πετούσε πιο μακριά.

«Τελείωνε με το κουβάρι της γνώσης, και κάνε ό,τι θες», του έλεγε κάθε τόσο. Μα εκείνος έκανε ό,τι ένιωθε έτσι κι αλλιώς. Αυτή του το είχε μάθει, είτε στις ιστορίες για τον Αμηργιαλή είτε μετά ως χαβανέζα σε κάποιο πάρτι χορεύοντας, πως δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη. Όταν δεν της άρεσαν τα σκουλαρίκια και τα μακριά μαλλιά, σε αυτόν τελικά, της φάνηκαν σα χρώμα ζεστό. Ακόμα και αν δεν ήταν από αυτή τη γη, την πρώτη γη, τον καταλάβαινε.

Μεγάλωσε κι άλλο αυτός, μίκρυνε ακόμα περισσότερο εκείνη. Τον είδα που για καιρό περιφερόταν άσκοπα, χωρίς μπούσουλα, και του ψιθύρισα. «Πες της να έρθει στο νησί». Αυτή τη φορά την είχε «καλέσει» αυτός. Είχε πια μαύρα μακριά μαλλιά και διαπεραστικά τεράστια καφετιά μάτια. Τα χέρια της ήταν ακόμα πιο μακριά, τόσο που μπορούσαν να χωρέσουν όλες τις αγκαλιές του κόσμου των πρώτων ανθρώπων. Και το χαμένο ήμιση του αρχικού εαυτού του Αριστοφάνη και όλα, μπήκαν σε σειρά μόλις μπήκε στο σπίτι με τους τεράστιους καθρέφτες και άπλωσε το κορμί της στα χαλίκια που έλεγαν πως έψηναν τα ψωμιά. Τη μια μέρα πράσινο το σώμα της σαν τα μαλλιά του και την άλλη κίτρινο όπως το χρώμα της σεμπρεβίβας. Τέσσερις νύχτες πριν τη μεγαλύτερη νύχτα εκείνου του χρόνου, εξαφανίστηκαν όλες οι «τέτοιες» νύχτες του. Έφερε με τα μακρυά της χέρια τόσο κοντά το φεγγάρι να σχεδιάσει πάνω του μια μελωδία του και του είπε πως «έχει, δεν έχει πάντα θα σου δίνει, η καρδιά μου είναι, ας είναι, εξωγήινη».

Θα ‘ναι μια εξωγήινη, θα ΄ρθε για να μείνει. Κι έμεινε.

Θοδωρής Μαυρογιώργης της γενιάς των Καραβιτών, του οίκου των Αλμοδδίνων, με τη συνδρομή του πατέρα του Κεύθου (Γιώργη Μαυρογιώργη) γενάρχη των Ξωτάρων.

Leos Poso andras ise

Μπουμπουροφωλέα= η φωλιά των μπάμπουρων(μπουμπούρων). Μπάμπουρας ή μπούμπουρας είναι αγριομέλισσα, ευμεγέθης κατ’ όγκο που παράγει έντονο βόμβο.

Αμηργιαλής=Τοπωνύμιο οικισμού του πεδινού χωριού Καραβά, στα Κύθηρα, το οποίο πιθανότατα δόθηκε στον οικισμό εξαιτίας της κατοχής μιας περιουσίας εκεί από έναν Αμιριαλή, δηλαδή μικρό αξιωματούχο κατά τη Βενετοκρατία. Ήταν ένα είδος λιμενάρχη, αξιωματούχου των λιμένων εκείνη την περίοδο. Στα Κύθηρα το τοπωνύμιο με τη μορφή Αμιραλής εντοπίζεται για πρώτη φορά το 1720.

Σπίτι με τεράστιους καθρέφτες=χώρος τέχνης και πολιτισμού στον Ποταμό Κυθήρων και μέλος του «Δρόμου των Ιστορικών Καφέ», με την ονομασία «Αστικόν».

Χαλίκια που έψηναν τα ψωμιά=Παραλία Φούρνοι στο βόρειο μέρος του νησιού των Κυθήρων.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο

και δείτε τον Λέο να ζωντανεύει.

 
Animation: Βασίλης Ζερβός
Illustration: http://kanelloscob.com/