Λεος

Ψαρια

Διέβη τον Ρουβίκωνα

Είναι ένα συνηθισμένο πρωινό Τρίτης. Είναι πάλι κολλημένος στην κίνηση. Πίνει μια γουλιά καφέ, ενώ το ραδιόφωνο -όπως πάντα- γεμίζει τη σιωπή του αυτοκινήτου.

Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, η μουσική ήταν πάντα εκεί γι’αυτόν να γεμίζει τις σιωπές, να καλύπτει τις φωνές, να μπλοκάρει τις σκέψεις (ή και να τις φουντώνει ενίοτε). Όταν υποτίθεται ότι έπρεπε να διαβάζει ιστορία για το σχολείο, αυτός έγραφε σκόρπιους στίχους και μελωδίες.

Τουλάχιστον τώρα -αν και κολλημένος στην κίνηση- είναι δίπλα στη θάλασσα. Γυρνάει και την κοιτάει. Λαμπυρίζει ήρεμη κάτω από το φως του πρωινού ήλιου. Πόσο του έχει λείψει. Κάτι σε αυτήν τον τραβούσε πάντα τόσο έντονα. Πάει καιρός από τότε που κάθισε έτσι απλά να τη χαζέψει, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο.

Όλα γυρνάνε γύρω από τους πολυπόθητους στόχους του τελευταία να πετύχει ως επαγγελματίας, ως σύντροφος, ως φίλος, ως αδερφός, ως γιος, ως πατέρας, ως πολίτης. Ως άνθρωπος. Τόσες πολλές ιδιότητες και τόσος λίγος χρόνος. Νιώθει σαν άλλος Άτλας να προσπαθεί να κρατήσει τον δικό του μικρόκοσμο στις πλάτες του. Σκέφτεται ότι έχει χάσει την ταυτότητά του μέσα στις τόσες ταυτότητες που του έχει φορτώσει η κοινωνία των Πρώτων Ανθρώπων. Τι ειρωνεία, ε;

Πρέπει συνέχεια να παράγει. Λίγη σημασία έχει τι, αρκεί να είναι παραγωγικός. Διαβάζει βιβλία, ακούει ποντκαστ, παρακολουθεί βίντεο. «Ποια είναι η πρωινή ρουτίνα των εκατομμυριούχων, ποια είναι η βραδινή ρουτίνα των επιτυχημένων επιχειρηματιών, πέντε άνθρωποι που ξεκίνησαν κερδοφόρες επιχειρήσεις με δέκα ευρώ, με πέντε ευρώ, με ένα μόνο ζευγάρι σαγιονάρες και δυο παπούτσια πάνινα». Σκέφτεται αν υπάρχουν άραγε κι άλλοι εκεί έξω, κολλημένοι στην κίνηση στις οχτώ το πρωί, που αναρωτιούνται ποιος είναι τελικά ο σκοπός τους σε αυτήν την ανθρώπινη εμπειρία.

Τον παρατηρώ λίγο καλύτερα. Τα χαρακτηριστικά του μου μοιάζουν τρομερά οικεία. Αρχαιοελληνική μύτη, βαθιά γκριζοπράσινα μάτια, φρύδια τοξοτά. Κάτι σε αυτήν τη στιγμή μου μοιάζει γνώριμο, σα να το έχω ξαναζήσει. Το λεγόμενο déjà vu, όπως το έχουν ονομάσει οι Πρώτοι Άνθρωποι. Όμως στον τόπο μου έχουμε μια άλλη ερμηνεία γι’ αυτό. Θεωρούμε πως κάτι τέτοιες στιγμές δύο παράλληλα σύμπαντα συναντιούνται, πως αισθάνεσαι ότι έχεις ξαναζήσει μία στιγμή, γιατί όντως την έχεις ζήσει πραγματικά.

Πώς θα συνεχίσεις την ιστορία αυτή τη φορά; Και τότε το συνειδητοποιώ. Είναι η ανθρώπινη εκδοχή μου εδώ, στον πλανήτη Γη. Πώς θα τον κάνω να βρει ξανά τον εαυτό του, τον πυρήνα του; Μα φυσικά, μέσω της μουσικής. Του ψιθυρίζω να αλλάξει σταθμό και, μόλις πατάει το κουμπί, παίζει ένα τραγούδι που πιστεύω ότι θα τον αγγίξει. «Σαν το ψαράκι πάνω κάτω μέσα στην γυάλα μου γυρνώ… Πώς μένουν όλα ίδια κι όμοια κάθε μέρα που περνά». Τον βλέπω να ανεβάζει τον ήχο και να ακούει με προσοχή. Ανάβει φλας και στρίβει σε ένα μικρό στενό. Συνεχίζει να οδηγάει, μέχρι που φτάνει σε έναν μικρό κόλπο που σχηματίζει μια υποτυπώδη παραλία.

Παρκάρει, κατεβαίνει στην παραλία και χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζει τα παπούτσια του και ξαπλώνει στην ακροθαλασσιά. Βάζει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, αφήνει τον πρωινό ήλιο να ζεστάνει το πρόσωπο του και την θάλασσα να τον βρέξει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, την πρώτη μετά από πολύ καιρό. Αρχίζει να σιγοτραγουδάει μια μελωδία. Το βλέμμα του πέφτει στα χρυσαφιά λουλούδια παραδίπλα του. Σεμπρεβίβες! Το λουλούδι των παιδικών καλοκαιριών του. Πετάγεται ξαφνικά να πιάσει το κινητό του κι αρχίζει να πληκτρολογεί. Γράφει τους πρώτους σκόρπιους στίχους του μετά από χρόνια.

«Για τη στεριά μιλούσανε δυο γέρικα ψάρια… ψαράκι ήμουν και πίστεψα στο λάθος κοπάδι… Ζωή μου σε φαντάστηκα να ψαρεύεις στην άμμο, στ’ αγκίστρι σου πιάστηκα, τράβα με πάνω…»

Χαρά Μαυρογιώργη της γενιάς των Καραβιτών, του οίκου των Αλμοδδίνων

Almond (άλμοντ)= αμύγδαλο (παρατσούκλι γαρ)

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο

και δείτε τον Λέο να ζωντανεύει.

 

Animation: https://www.alphapi.tv/
Illustration: http://kanelloscob.com/